ἐξανδρόομαι
From LSJ
English (LSJ)
A come to man's years, ἐξανδρωμένος Hdt.2.63, cf. Antipho Soph.61; ἐξανδρούμενος E.Ph.32, Ar.Eq.1241. II λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος the host having grown to men from teeth, E.Supp.703. III ἐξηνδρωμένον· ὀρθιάζοντα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 868] pass., ganz zum Mann werden, das mannbare Alter erreichen; ἤδη πυρσαῖς γένυσιν ἐξανδρούμενος Eur. Phoen. 32; Ar. Equ. 1241; ἐξ- ανδρωμένος Her. 2, 64. – Bei Eur. Suppl. 725 λόχος δ' ὀδόντων ὄφεος ἐξηνδρωμένος, aus Zähnen in Männer verwandelt.