αβλάβεια
Greek Monolingual
η (Α ἀβλάβεια) ἀβλαβής
(ρ. με παθ. σημ.) η έλλειψη βλάβης, η ακεραιότητα
αρχ.
(με ενεργ. σημ.) η μη πρόκληση βλάβης.
Translations
harmlessness
Finnish: vaarattomuus, harmittomuus; French: innocuité; German: Harmlosigkeit; Greek: αβλάβεια, ακινδυνότητα, ακακία; Ancient Greek: ἀβλάβεια, ἀπημοσύνη; Hindi: अहिंसा; Irish: neamhurchóid; Italian: innocuità; Japanese: 無害; Latin innocentia; Malayalam: നിരുപദ്രവത്വം; Manx: neuskielleydys; Ottoman Turkish: ضررسزلق; Portuguese: inocuidade, inofensividade; Romanian: inofensivitate; Russian: безвредность; Sanskrit: अहिंसा; Spanish: inocuidad; Telugu: అహింస; Urdu: اهنسا