τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
[Seite 118] ές, att. = μελάγχροος, vgl. Mein. Men. p. 281; μελαγχρῆ μᾶζαν, Polioch. bei Ath. II, 60 b, wie μάζης μελαγχρῆ μερίδα, Antiphan. ibd. IV, 161 a.