μελαγχρής
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ές, v. μελάγχροος.
German (Pape)
[Seite 118] ές, att. = μελάγχροος, vgl. Mein. Men. p. 281; μελαγχρῆ μᾶζαν, Polioch. bei Ath. II, 60 b, wie μάζης μελαγχρῆ μερίδα, Antiphan. ibd. IV, 161 a.
Greek Monolingual
μελαγχρής, -ές (ΑM)
μελάγχρους, μελαχρινός, μελαψός («εἴδομεν άνδρα μελαγχρῆ», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -χρής (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. αμβληχρής].