βυβλιοθήκη
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
v. βιβλιοθήκη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): βιβλιοθήκη Plb.12.25e.4, LXX Es.2.23
1 caja para libros o rollos de papiro Cratin.Iun.11.
2 biblioteca ὑπάρχειν τὴν ἱερὰν βιβλιοθήκην D.S.1.49, ἀνέθηκαν δὲ καὶ βυβλία εἰς τὴν ἐν Πτολεμαίῳ βυβλιοθήκην IG 22.1029.25 (I a.C.), cf. Tz.Ex.49.7L., διδάξας ... βιβλιοθήκης σύνταξιν Str.13.4.2, ref. a la de Pérgamo IP 8(3).38 (II d.C.), frec. en plu. ἐνδιατρίψαντες ταῖς βιβλιοθήκαις Plb.l.c., cf. 12.27.4, Phld.Sto.15.20, IMylasa 508.4, περὶ πλήθους βιβλιοθηκῶν Ath.203e, ὃς ἦν ἐπὶ τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ βασιλέως (Demetrio de Falero) quien estaba a cargo de la biblioteca real I.AI 12.12, ἡ Β. La Biblioteca tít. de la obra de Apolodoro el Mitógrafo, Apollod., I
•fig. de pers. (Λογγῖνος) β. τις ἦν ἔμψυχος Longino era una biblioteca viviente Eun.VS 456.
3 archivo προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ LXX l.c., β. δημοσίων λόγων BGU 545, 870.1 (ambos II d.C.), 2086.24 (III d.C.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοθήκη: ἡ библиотека, книгохранилище Polyb., Plut.