δυσυπόστατος

Revision as of 07:22, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσυπόστατον, difficult to oppose, irresistible, hard to withstand, βία D.S.17.11; of a person, Plu.Cor.8.

Spanish (DGE)

-ον
irresistible, βία D.S.17.11, 20, 60, βάρος D.S.30.9
de pers. al que es difícil hacer frente D.S.29.19, Plu.Cor.8.

German (Pape)

[Seite 689] dem schwer zu widerstehen ist; καὶ φοβερὸς ἐντυχεῖν πολεμίῳ Plut. Coriol. 8; βία D. Sic. 17, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont il est difficile de soutenir le choc, irrésistible.
Étymologie: δυσ-, ὑφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

δυσυπόστᾰτος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (τόνῳ φωνῆς καὶ ὄψει προσώπου Plut.; βάρος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσυπόστᾰτος: -ον, πρὸς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀντιστῇ τις, βία Διόδ. 17. 11, Πλούτ. Κορ. 8.

Greek Monolingual

δυσυπόστατος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς.

Greek Monotonic

δυσυπόστᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο είναι δύσκολο κάποιος να αντισταθεί, αυτός που δεν επιδέχεται αντίσταση, σε Πλούτ.