εὐπροσόρμιστος
English (LSJ)
εὐπροσόρμιστον, easy to land on, νῆσος D.S.5.13, cf.Poll.1.100.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
εὐπροσόρμιστος: легко доступный, удобный для высадки (νῆσος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν εὐκόλως προσορμίζεταί τις ἢ ἀποβαίνει, νῆσος Διόδ. 5. 13, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 100.
Greek Monolingual
εὐπροσόρμιστος, -ον (Α)
(για ακτή) αυτός στον οποίο προσορμίζεται ή αποβιβάζεται κάποιος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ορμίζομαι].