εὐπροσόρμιστος

Revision as of 07:24, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐπροσόρμιστον, easy to land on, νῆσος D.S.5.13, cf.Poll.1.100.

German (Pape)

νῆσος, bequem zum Anlanden, DS. 5.13; λιμήν Poll. 1.100.

Russian (Dvoretsky)

εὐπροσόρμιστος: легко доступный, удобный для высадки (νῆσος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν εὐκόλως προσορμίζεταί τις ἢ ἀποβαίνει, νῆσος Διόδ. 5. 13, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 100.

Greek Monolingual

εὐπροσόρμιστος, -ον (Α)
(για ακτή) αυτός στον οποίο προσορμίζεται ή αποβιβάζεται κάποιος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ορμίζομαι].