τηρητής
English (LSJ)
τηρητοῦ, ὁ,
A keeper, observer, δίκης D.S.3.4.
2 guard, warden, PMich.Zen.84.10 (iii B.C.), PLond.3.1171.57 (i B.C.), PAmh.2.126.22 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1108] ὁ, Bewahrer, Beobachter, Sp.
Russian (Dvoretsky)
τηρητής: οῦ ὁ хранитель, блюститель, страж (δίκης Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
τηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ τηρῶν, φυλάττων, ὁ ὀφθαλμός δίκης τηρητὴς Διόδ. 3. 4, πρβλ. τοποτηρητής.
Greek Monolingual
ο, θηλ. τηρήτρια, η, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]
νεοελλ.
αυτός που τηρεί κάτι, που με σεβασμό το διαφυλάττει (α. «τηρητής τών νόμων» β. «πιστός τηρητής τών εθίμων»)
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί, που εποπτεύει κάτι
2. φρουρός, φύλακας («ὁ ὀφθαλμὸς δίκης τηρητής»).