φρονηματίζομαι

Revision as of 07:48, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass., to become presumptuous, Arist.Pol.1274a13; φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων ib.1341a30; πεφρονηματισμένοι διά τι ib.1284b2, cf. D.S.5.24; ἐπὶ τοῖς γεγονόσι Plb.21.25.8, D.S.9.2; c. dat., νίκῃ Id.12.48; πλῆθος τῶν -ισμένων ὡς ὁμοίων κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1306b28; φ. ὅτι.. to get a notion that... Sch.Theoc.14.48.

French (Bailly abrégé)

s'enorgueillir.
Étymologie: φρόνημα.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίζομαι: Παθ., γίνομαι φρονηματίας, ὑψηλόφρων ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων αὐτόθι 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι αὐτόθι 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, νομίζω, φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.

Russian (Dvoretsky)

φρονημᾰτίζομαι: зазнаваться, кичиться (ἐπί τινι Polyb.): φρονηματισθέντες ἔκ τινος и πεφρονηματισμένοι διά τι Arst. возгордившиеся чем-л.

Middle Liddell

φρονημᾰτίζομαι, [from φρόνημα
Pass. to become presumptuous, Arist.