ἐπιδιαιρέομαι
Middle Liddell
Mid. to distribute among themselves, Hdt.
French (Bailly abrégé)
partager entre soi.
Étymologie: ἐπί, διαιρέω, ἐπιδιαιρέω.
Greek Monotonic
Μέσ., διανέμουν μεταξύ τους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
med. распределять между собой: ἐπιδιείλοντό σφεας αἱ ἕνδεκα πόλιεις Her. (эолийцы) поделили между собой одиннадцать городов (Ионии).