φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
περισκελῶς: (только compar. περισκελέστερον) с трудом, тяжело (ἅπαντα τάνιαρὰ φέρειν Men.).