περιηργυρωμένος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Translations
silver-plated
Armenian: արծաթապատ; Dutch: verzilverd; Finnish: hopeoitu; German: versilbert, silberplattiert; Greek: με επικάλυψη αργύρου, αρζαντέ, ασημοκαπλαντισμένος, ασημοκαπνισμένος, ασημωμένος, επάργυρος, επαργυρωμένος, αργυρόστρωτος; Ancient Greek: ἀργυρένδετος, ἐπάργυρος, ἠργυρωμένος, περιηργυρωμένος, ὑπάργυρος; Hebrew: מוכסף; Manx: argidit; Polish: posrebrzany; Portuguese: prateado, banhado a prata; Russian: посеребренный; Spanish: plateado