επάργυρος
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek Monolingual
-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».
Translations
silver-plated
Armenian: արծաթապատ; Dutch: verzilverd; Finnish: hopeoitu; German: versilbert, silberplattiert; Greek: με επικάλυψη αργύρου, αρζαντέ, ασημοκαπλαντισμένος, ασημοκαπνισμένος, ασημωμένος, επάργυρος, επαργυρωμένος, αργυρόστρωτος; Ancient Greek: ἀργυρένδετος, ἐπάργυρος, ἠργυρωμένος, περιηργυρωμένος, ὑπάργυρος; Hebrew: מוכסף; Manx: argidit; Polish: posrebrzany; Portuguese: prateado, banhado a prata; Russian: посеребренный; Spanish: plateado