δυσωρέω

From LSJ
Revision as of 07:56, 7 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

English (Autenrieth)

(ὤρα): keep wearisome watch, Il. 10.183†.

French (Bailly abrégé)

δυσωρῶ :
ou pê δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.

German (Pape)

[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.

Russian (Dvoretsky)

δυσωρέω: и δυσωρέομαι нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).