προεπικρίνω
English (LSJ)
[ῑ], judge before, S.E.M.8.265 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 721] vorher darüber urteilen, προεπικεκρίσθαι Sext. Emp. adv. log. 2, 265.
Russian (Dvoretsky)
προεπικρίνω: ранее судить: προεπικεκρίσθαι καὶ προεξητάσθαι Sext. быть ранее предметом суждения и рассмотрения.
Greek (Liddell-Scott)
προεπικρίνω: κρίνω πρότερον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. Μ. 8. 265.
Greek Monolingual
Α
επικρίνω κάποιον ή κάτι προηγουμένως.