multiforme
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Spanish > Greek
διάμορφος, παντοδαπός, πολυειδής, πολυμερής, πολύμορφος, πολυποίκιλος
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
διάμορφος, παντοδαπός, πολυειδής, πολυμερής, πολύμορφος, πολυποίκιλος