fraud
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἀπάτη, ἡ, πανουργία, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.), Ar. and P. κλέμμα, τό, φενακισμός, ὁ, P. κακοτεχνίαι, αἱ; see imposture.
practise fraud, v.: P. κακοτεχνεῖν.