ρίγλα
From LSJ
η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν
1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών
2. χάρακας, κανόνας
νεοελλ.
η ρίγα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι
σίδηρα ὡς ῥάβδοι»
2. ο έστωρ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula «κανόνας, χάρακας» (πρβλ. ρήγα / ρίγα)].