λαμπρόψυχος
English (LSJ)
λαμπρόψυχον, high-minded, Arar.15, Ptol.Tetr. 162. Adv. λαμπροψύχως, munificently, ἐπιμελητεύειν Klio 17.187 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 13] von glänzender, erhabener Seele, Araros bei B. A. 106, wo es μεγαλόψυχος erkl. wird.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπρόψῡχος: -ον, ὑψηλόφρων, Ἀραρὼς ἐν «Πανὸς γοναῖς» 3.
Greek Monolingual
λαμπρόψυχος, -ον (Α)
μεγαλόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].