απασχόληση

From LSJ
Revision as of 11:11, 26 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

η (Α ἀπασχόλησις, -εως)
η ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)
2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.