ἀπασχόλησις
From LSJ
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
interrupción en una ocupación Epiph.Const.Haer.42.11 (p.129.13).
Greek Monolingual
η (Α ἀπασχόλησις, -εως)
η ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)
2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.