ἀπασχόλησις

From LSJ
Revision as of 11:11, 26 June 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
interrupción en una ocupación Epiph.Const.Haer.42.11 (p.129.13).

Greek Monolingual

η (Α ἀπασχόλησις, -εως)
η ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)
2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.