μακρῶς
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
French (Bailly abrégé)
adv.
longuement;
Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.
Étymologie: μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακρῶς:
1 далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);
2 долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).