отношение
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Russian > Greek
πράγμα, πρῆγμα, πρῆχμα, σχέσις, κοινώνημα, κοινωνία, συννέμησις, συνάλλαγμα, σύζευξις, χρεία, ὅρος, λόγος, συμβόλαιον, μέρος