contradictorio
Spanish > Greek
αἰολόστομος, ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός, ἀντίφωνος, διάφωνος, διχόνους, ἐναντιωτικός
αἰολόστομος, ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός, ἀντίφωνος, διάφωνος, διχόνους, ἐναντιωτικός