ἀντίλογος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἀντίλογον, (ἀντιλέγω), contradictory, reverse, τύχαι E.Hel.1142 (lyr.); φιλονεικίαι love of contradiction, Simp.in Ph.1135.28, cf. Epicur.Nat.28Fr.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 contradictorio τύχαι E.Hel.1142.
2 dialéctico, propio del hábil argumentador, ἀντίλογος φιλονεικία = emulación simplemente por llevar la contraria, pura afición a la contradicción, Simp.in Ph.1135.28.
German (Pape)
[Seite 255] widersprechend, Eur. Hel. 1156.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contradictoire, contraire.
Étymologie: ἀντιλέγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίλογος: противоречивый или обратный (τύχαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλογος: -ον, παράλογος, ἐναντίος, ἀντιλόγοις πηδῶντ’ ἀνελπίστοις τύχαις; Εὐρ. Ἑλ. 1142.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀντίλογος, ο
Α ἀντίλογος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
απάντηση, απόκριση
νεοελλ.
αντιλογία, αντίρρηση
μσν.
μήνυμα, ανακοίνωση
αρχ.
(-ος, -ον) ο αντιφατικός, ο παράλογος.
Greek Monotonic
ἀντίλογος: -ον (ἀντιλέγω), αυτός που αντιλέγει, ενάντιος, αντιλεγόμενος, σε Ευρ.
Translations
contradictory
Arabic: نَقِيض; Asturian: contradictoriu; Azerbaijani: zidd; Bulgarian: противоречащ; Catalan: contradictori; Czech: protichůdný, protikladný; Danish: modstridende; Dutch: tegenstrijdig, contradictoir; Finnish: ristiriitainen, vastakkainen; French: contradictoire; Galician: contraditorio; German: widersprüchlich; Greek: αντιφατικός; Ancient Greek: ἀνομόσημος, ἀντικατηγορητικός, ἀντιλογικός, ἀντίλογος, ἀντιφατικός; Hungarian: ellentmondásos; Irish: bréagnaitheach; Italian: contraddittorio; Kazakh: қарама-қайшы; Latin: contradictorius; Macedonian: противречен; Maori: rongorua; Norwegian: motsigende; Occitan: contradictòri; Polish: sprzeczny; Portuguese: contraditório; Romanian: contradictoriu, contrar; Russian: противоречащий; Spanish: contradictorio; Swedish: motstridig, motsatt; Ukrainian: суперечний