ἀντίφωνος

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφωνος Medium diacritics: ἀντίφωνος Low diacritics: αντίφωνος Capitals: ΑΝΤΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: antíphōnos Transliteration B: antiphōnos Transliteration C: antifonos Beta Code: a)nti/fwnos

English (LSJ)

ἀντίφωνον, (φωνή)
A sounding in answer, concordant, as in the octave, ὀξύτητα βαρύτητι σύμφωνον καὶ ἀ. Pl.Lg.812d: abs., ἁρμονίαι Ph.2.485.
2 responsive to, c. gen., στεναγμάτων E.Supp.800 (lyr.).
II discordant, contradictory, Plu.2.361a, Corp.Herm.16.1: c. gen., τῶν γενησομένων Plu.2.412b.
III as substantive, ἀντίφωνον, τό, concord in the octave, τὸ ἀ. σύμφωνόν ἐστι διὰ πασῶν Arist. Pr.918b30, 921a8.

Spanish (DGE)

-ον
I del canto o la voz
1 que responde c. dat. ὀξύτητα βαρύτητι ... σύμφωνον καὶ ἀντίφωνον παρεχομένους al poner en consonancia y en responsión la altura con la gravedad (el citarista y su aprendiz al usar la lira), Pl.Lg.812d
fig. c. gen. ταῦτα ... ἀντίφωνα τῶν γενησομένων Plu.2.412b
abs. ἀντίφωνον ... ἁρμονίαν Ph.1.312, 2.485.
2 subst. antifonía διὰ τί ἥδιον τὸ ἀντίφωνον τοῦ συμφώνου Arist.Pr.918b30
τὸ ἀ. antífona canto litúrgico alternado, Pall.H.Laus.43.3, Socr.Sch.HE 8.8.1.
3 adv. c. gen. ἀντίφωνα haciendo eco ἐμῶν στεναγμάτων E.Supp.800.
II fig. discordante, contradictorio c. dat. οἷς Plu.2.36e, δαίμοσιν Plu.2.361a, ref. a un discurso τοῖς ἐμοῖς ... λόγοις Corp.Herm.16.1.

German (Pape)

[Seite 263] 1) wider-, entgegentönend, entgegen; Gegensatz σύμφωνος Plat. Legg. VII, 812 d; τινί IV, 717 b. – 2) entsprechend, dagegen tönend, Eur. Suppl. 800; mit einem Instrumente begleitend; τὸ αντίφωνον, der Accord in der Oktave, Arist. Probl. 19. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui répond à, qui accompagne, gén..
Étymologie: ἀντί, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφωνος:
1 звучащий различно (χορδαί Arst.); перен. противоположный (τινι Plat.; δι᾽ ἀντιφώνων ἔχειν τὸ σύμφωνον Plut.;
2 звучащий в ответ, откликающийся, вторящий (τινος Eur., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ εἰς ἀπόκρισιν ἠχῶν, σύμφωνος, ἐναρμόνιος, ὡς ἐν τῇ φωνητ. κλίμακι, ὀξύτητα βαρύτητι ξύμφωνον καὶ ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 212DϏ ἀντ. τοῖς πρότερον ῥηθεῖσι αὐτόθ. 717Β: ἀπολ., μέλη, ἁρμονίαι, Φίλων 2. 485. 2) ἀνταποκρινόμενος πρός τι, μετὰ γεν., στεναγμάτων Εὐρ. Ἱκ. 800˙ ἀντίφωνα τῶν γενησομένων Πλούτ. 2. 412Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντίφωνον, τό, συμφωνία ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι μεταξὺ τῆς πρώτης καὶ τῆς ὀγδόης, τὸ ἀντ. σύμφωνόν ἐστι διὰ πασῶν Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 1, πρβλ. 19. 16 κ. ἀλλ. 2) παρ’ Ἐκκλ. ἀντίφωνα εἶναι στίχοι τινὲς ἐκ τῆς ἁγίας Γραφῆς ψαλλόμενοι διαδοχικῶς ὑπὸ τῶν δύο χορῶν˙ ψάλλονται δὲ πρὸ τῆς μικρᾶς εἰσόδου ἐν τῇ λειτουργίᾳ. ― Ἐντεῦθεν, ἐπίρρ. ἀντιφωνικῶς Βυζ.

Greek Monotonic

ἀντίφωνος: -ον (φωνή), αυτός που ηχεί ως απόκριση, ανταποκρινόμενος σε, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

φωνή
sounding in answer, responsive to, c. gen., Eur.