ξελογιάστρα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).
ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).