Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξελογιάστρα

From LSJ

Greek Monolingual

ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).