ξελογιαστής
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).
ξελογιαστής, ο, θηλ. ξελογιάστρα ξελογιάζω
αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).