γειτονέω

Revision as of 06:47, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= γειτνιάω, c. dat., A.Pers.311, Supp.780 (lyr.), v.l. in S.OC1525, SIG 685.38 (ii B. C.), Procop.Aed.4.1; γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call. Iamb.1.300: metaph., τὸ σῶμα γειτονῆσαν μετέλαβεν αὐτῆς (sc. ψυχῆς) Plot.3.9.2, cf. 1.2.5.

Spanish (DGE)

ser vecino, estar próximo c. dat. πηγαῖς τε Νείλου γειτονῶν Αἰγυπτίου Φαρνοῦχος A.Pers.311, μέλας γενοίμαν καπνὸς νέφεσσι γειτονῶν Διός A.Supp.780, χώραν ... γειτονοῦσαν ... τῷ ... ἱερῷ ICr.3.4.9.38 (Itanos II a.C.), cf. IUrb.Rom.1220 (II/III d.C.), Procop.Aed.4.1.5, εἴ τις σοφῷ γειτονῶν Plot.1.2.5, cf. 4.3.9
c. gen. ὁρᾶν κοίτης γειτονέοντα τάφον AP 7.207 (Mel.)
abs. γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call.Fr.194.104, τὸ σῶμα γειτονῆσαν μετέλαβεν αὐτῆς (ψυχῆς) Plot.3.9.3, τὸ γειτονοῦν la vecindad, los alrededores Gr.Naz.M.36.489B.

German (Pape)

[Seite 478] dasselbe, Aesch. Pers. 309; Plat. Legg. VIII, 842 e; τινί Polit. 271 a; sp. D., wie Mel. 120 (VII, 207).

French (Bailly abrégé)

γειτονῶ :
f. γειτονήσω;
c. γειτονεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονέω γείτων buur zijn van, in de buurt zijn van, met dat.

Russian (Dvoretsky)

γειτονέω: Aesch., Soph., Plat., Anth. = γειτνιάω.

Greek Monotonic

γειτονέω: = γειτνιάω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονέω: γειτνιάω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 311, Θήβ. 780, Σοφ. Ο. Κ. 1525, Πλάτ. Νόμ. 843Α.

Middle Liddell

= γειτνιάω, Aesch., Soph.]