γειτνιάω

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτνιάω Medium diacritics: γειτνιάω Low diacritics: γειτνιάω Capitals: ΓΕΙΤΝΙΑΩ
Transliteration A: geitniáō Transliteration B: geitniaō Transliteration C: geitniao Beta Code: geitnia/w

English (LSJ)

pres. (3sg. impf.
A ἐγειτνία S.Ichn. 232, and v. sub fin.), to be a neighbour, be adjacent, Ar.Ec.327, D.55.3, PTeb.105.19 (ii B. C.), Plb.6.33.10, Jul. Or.5.168a, etc.:—chiefly in Prose, but Ep. part., γειτνιόωσαν πόντῳ IG14.889 (Sinuessa).
II border on, resemble, γ. τῇ πολιτείᾳ Arist.Pol.1295a33; [τῷ καλῷ] Id.Rh.1367b12; νόσος γειτνιῶσα θανάτῳ Ph.2.548; τινὶ κακῷ Metrod.Herc.831.3: later fut. γειτνιάσω Gal.3.690: aor. ἐγειτνίᾱσα Ps.-Luc.Philopatr.1.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. c. diéct. γειτνιόωσαν IG 14.889.12 (Sinuesa I d.C.)]
I gener. en part. act., c. suj. de pers. o anim.
1 ser vecino Βλέπυρος ὁ γειτνιῶν Ar.Ec.327, Καλλιπίδου τοῦ ... τούτων πατρὸς καὶ γειτνιῶντος D.55.3, δίδωσι φυλακεῖον ... τῷ γειτνιῶντι (ἵππῳ) κατόπιν Plb.6.33.10, cf. S.Fr.314.238, D.P.Au.1.3
c. dat. de pers. estar cerca de, estar próximo a τοὺς γειτνιῶντας τῷ ἀγωγῷ IEphesos 3217b.23 (II d.C.), τῶν δ' ἐμοὶ γειτνιώντων D.Chr.46.7, ἀθορύβως ἀλλήλοις γειτνιᾶν D.Chr.40.39
tb. c. dat. de abstr. τοὺς ... δυνάστας καὶ γειτνιῶντας τῇ βασιλείᾳ LXX 2Ma.9.25, cf. D.C.50.6.5.
2 c. prep. y ac. acercarse ἐμοῦ ἐπιβοωμένου τὰ πολλὰ καὶ ἐς βραχὺ γειτνιάσαντος Luc.Philopatr.1.
II c. suj. y dat. no de pers.
1 limitar con de tierras πᾶσαν τὴν ... χέρσον πλὴν τῆς γειτνιώσης τῇ Θοώνιος ... γῇ PTeb.105.19 (II a.C.), ὅσα τ' αὐτῇ γειτνιᾷ χωρία Gal.17(2).306, μή με μάτην ... παροδεύετε γειτνιόωσαν πόντῳ IG l.c.
abs. colindar de los terrenos de un templo ἀπὸ τοῦ γειτνιῶντος ἐγ νότου Βουβαστείου IFayoum 116.25 (I a.C.)
en v. med. mismo sent. γεγειτνιαμένη (sc. γῆ) terreno vecino, terreno limítrofe, BGU 915.12 (II d.C.) en BL 1.83.
2 estar cerca de de órganos del cuerpo βρόγχος δὲ καὶ φάρυγξ ἡρμοσμένοι ἀλλήλοισι γειτνιῶσι Hp.Ep.23, cf. de la matriz ib., ἀπολαύειν ... ἰκμάδος τὸν πλεύμονα γειτνιῶντα τῷ στομάχῳ Plu.2.698a, γειτνιάσειν ... ταῖς μήνιγξιν Gal.3.690
gener. αἱ κρῆναι ὄρεσι γειτνιῶσιν Arist.Mete.350a5, cf. 363b22
part. neutr. subst. lo próximo μεταφέρων οὐ τὰ γειτνιῶντα μόνον ... ἀλλὰ τὰ πλεῖστον ἀπέχοντα D.Chr.12.67, πυρὸς δίκην ἐπινεμομένην τὰ γειτνιῶντα Plu.2.776f.
3 fig. ser próximo a, parecerse, asemejarse a c. dat. τὰ δὲ γειτνιῶσι τῇ καλουμένῃ πολιτείᾳ Arist.Pol.1295a33, τὸ γε[ι] τν[ι] ῶν τινι κακῷ Metrod.(?)Herc.831.3, νόσος γειτνιῶσα θανάτῳ Ph.2.548, ἀέρα, τῷ αἰθέρι γειτνιῶντα Plu.2.951d, ἵνα ... ἀπολλύμενος κόσμος γειτνιᾷ τῷ πέμπτῳ σώματι Iul.Or.8.167d, c. prep. y ac. εἰς τὸ καλὸν δοκεῖ γειτνιᾶν Arist.Rh.1367b12.

German (Pape)

[Seite 478] benachbart sein, Ar. Eccl. 327; Dem. 55, 3 u. Sp.; übertr., verwandt, ähnlich sein, Luc. conscr. hist. 56.

French (Bailly abrégé)

γειτνιῶ :
ao. ἐγειτνίασα;
1 être voisin de, τινι;
2 fig. n'être pas éloigné de, être analogue à ou être semblable à, τινι.
Étymologie: γείτων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτνιάω γείτων
1. buur zijn van, met dat.; gesubst. ptc.. ὁ γειτνιῶν de buurman Aristoph. Eccl. 327; τὰ γειτνιῶντα = aangrenzende gebieden Aristot. Pol. 1331a29.
2. lijken op, vergelijkbaar zijn met, met dat.: τὰ δὲ γειτνιῶσι τῇ καλουμένῃ πολιτείᾳ sommige zijn vergelijkbaar met de zogeheten politeia Aristot. Pol. 1295a33.

Russian (Dvoretsky)

γειτνιάω:
1 жить по соседству, быть соседом (τινι Arph., Dem., Arst., Plut.): γειτνιῶσαι πόλεις Arst. соседние города; ἐς βραχὺ γειτνιᾶσαι Luc. подойти вплотную;
2 быть близким, сходным, походить (τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γειτνιάω: κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ.· ἐπὶ τοπικῆς σημασ., εἶμαι γείτων, συνορεύω· μ. δοτ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 327, Δημ. 1272. 20, κ. ἀλλ.· Ἐπ. μετοχ., γειτνιόωσαν Πόντῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5956. ΙΙ. συνορεύω, ὁμοιάζω, γ. τῇ πολιτείᾳ Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 2· γ. τῷ καλῷ ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 9, 30:― μεταγ. μέλλ.-άσω, Γαλην.· ἀόρ. ἐγειτνίᾱσα Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 1.

Greek Monotonic

γειτνιάω: κυρίως στον ενεστ., γειτονεύω, συνορεύω με κάποιον· με δοτ., σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

mostly in pres., to be a neighbour, to border on, c. dat., Ar., Dem.