κατοικίζω
English (LSJ)
Cret. καταϝοικίδδω Schwyzer 175.2 (Gortyn): Att.fut. -
A ῐῶ A.Pr.725:—settle, establish, κ. τινὰς ες Μέμφιν Hdt.2.154, cf. Ar.Pax205, Decr. ap. D.18.182, etc.; κ. πόλιν εἰς τόπον place it... Pl.R.370e; γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κ. E.Hipp.617, cf. Pl.Ti.70a, Critias Fr.25.38, etc.; κ. ψυχὴν ἐν τάφῳ S.Ant.1069; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Pl.Criti.113c; ἐλπίδας ἔν τινι κ. plant them in his mind, A.Pr.252; κ. τινὰ χώρᾳ S.OC637; τινὰς ἐκ Ῥώμης εἰς τὴν Καμερίαν κ. Plu.Rom.24:—Pass., to be settled, ἐν Αἰγύπτῳ Hdt.2.154; περὶ τὸ ἧπαρ Pl.Ti.71d; τοὺς ἐπὶ τοῦ Πόντου κατῳκισμένους App.Mith.15; κ. Λατώσιον Schwyzer l.c. II c.acc.loci, colonize, people a place, αἳ Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν A. Pr.725; Μέγαρα Hdt.5.76, cf. E.Andr.295 (lyr.), Th.6.76, etc.; τὴν Σικελίαν Pl.Ep.357a; τὸν Εὔξεινον πόντον κ. πόλεσι λαμπραῖς Ath.12.523e:—Pass., to be settled, ἡ Ἑλλὰς -ῳκίζετο Th.1.12, cf. 2.17; to be founded, established, Isoc.9.19; πόλεις κατοικιζόμεναι εὐθύς, opp. ἤδη κατοικούμεναι, Arist.Pol.1266b1. III Med., establish oneself, settle, Th.2.102; ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, Isoc.19.23, 24. IV bring home and re-establish there, restore to one's country, A.Eu.756, Pl.Ep. 357b.
German (Pape)
[Seite 1402] 1) ansiedeln, in einen Wohnsitz versetzen; τούτους εἰς Μέμφιν Her. 1, 154; χώρᾳ κατοικιῶ Soph. O. C. 642; γυναῖκας εἰς φῶς ἡλίου, ans Tageslicht bringen, Eur. Hipp. 617; ψυχὴν ἀτίμως ἐν τάφῳ Soph. Ant. 1056; ἑαυτόν Plat. Rep. IX, 592 b; ἐκγόνους ἐν τόπῳ Critia. 113 c; τὸ θνητὸν εἰς ἄλλην οἴκησιν Tim. 69 d; Sp., ἐκ Ῥώμης εἰς Καμερίαν Plut. Rom. 24; den Verbannten in sein Vaterland zurückführen, γῆς πατρῴας ἐστερημένον σύ τοι κατῴκισάς με Aesch. Eum. 726; übtr. τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα, Hoffnungen in Einem gründen, erwecken, Prom. 250; εἰς τὰς ἀρχαίας οἰκήσεις Plat. ep. 8 p. 357 b. – Pass. angesiedelt werden, sein, wohnen; Θήβας, οὗ κατῳκίσθην ἐγώ Eur. Herc. Fur. 13; κατοικίσθησαν ἐν Αἰγύπτῳ Her. 1, 154; κατοικισθεὶς εἰς τόπους Thuc. 2, 102; τὴν περὶ τὸ ἧπαρ ψυχῆς μοῖραν κατῳκισμένην Plat. Tim. 71 d, vgl. 89 e. – 2) γῆν, πόλιν, eine Stadt, ein Land mit Ansiedlern besetzen, bevölkern, anbauen; Θεμίσκυράν ποτε κατοικιοῦσιν Aesch. Prom. 727; Ar. Av. 196; Λεοντίνους, im Ggstz von ἐξοικίζω, Thuc. 6, 76; πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον Plat. Rep. II, 370 e; νήσους Isocr. 4, 35. – Isocr. 19, 23. 24 braucht auch, nach den besseren mss., das med., κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι, εἰς Αἴγιναν, sich niederlassen.