ἐνστηθίζω
Spanish (DGE)
poner en el corazón, e.e. aprender de memoria οὓς (ὅρους) δεῖ πρὸ παντὸς ἑτέρου μαθήματος ... ἐνστηθίζειν Ath.Al.M.28.533A.
German (Pape)
[Seite 853] zu Herzen nehmen, sich einprägen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστηθίζω: ἀποταμιεύω, ἀποθέτω εἰς τὸ στῆθός μου, φυλάττω ἐν τῇ μνήμῃ μου, Ἀθαν. IV. 533Α.
Greek Monolingual
ἐνστηθίζω (Α) στήθος
βάζω μέσα στο στήθος μου, θυμάμαι συνεχώς.