σκῆπτον

Revision as of 10:39, 11 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

*σκῆπτον, τό, = σκῆπτρον, only in Doric form σκᾶπτον, and compounds σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοφόρος.

German (Pape)

[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.

Russian (Dvoretsky)

σκῆπτον: τό v.l. = σκῆπτρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.

Greek Monotonic

σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.