σκηπτοφόρος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
Dor. σκαπτοφόρος, ον, = σκηπτροφόρος, AP7.428 (Mel.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτοφόρος [~ σκῆπτρον, φέρω] Dor. σκᾱπτοφόρος scepter-dragend:, AP 7.428.5, zie σκηπτροφόρος.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτοφόρος: Anth. v.l. = σκηπτροφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. σκηπτροφόρος.
Greek Monotonic
σκηπτοφόρος: -ον (φέρω), = σκηπτροφόρος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτοφόρος: -ον, = σκηπτροφόρος, Ἀνθ. Π. 7. 428.
Middle Liddell
σκηπτο-φόρος, ον, φέρω = σκηπτροφόρος, Anth.]