σκηπτοφόρος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτοφόρος Medium diacritics: σκηπτοφόρος Low diacritics: σκηπτοφόρος Capitals: ΣΚΗΠΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skēptophóros Transliteration B: skēptophoros Transliteration C: skiptoforos Beta Code: skhptofo/ros

English (LSJ)

Dor. σκαπτοφόρος, ον, = σκηπτροφόρος, AP7.428 (Mel.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηπτοφόρος [~ σκῆπτρον, φέρω] Dor. σκᾱπτοφόρος scepter-dragend:, AP 7.428.5, zie σκηπτροφόρος.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτοφόρος: Anth. v.l. = σκηπτροφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. σκηπτροφόρος.

Greek Monotonic

σκηπτοφόρος: -ον (φέρω), = σκηπτροφόρος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτοφόρος: -ον, = σκηπτροφόρος, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Middle Liddell

σκηπτο-φόρος, ον, φέρω = σκηπτροφόρος, Anth.]