προαπόλλυμαι
Greek (Liddell-Scott)
προαπόλλῠμαι: μέλλ. -ολοῦμαι, πρκμ. -όλωλα· παθ.· ― πρῶτος ἐγὼ ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι, χάνομαι πρότερον ἢ πρῶτος. Ἀντιφῶν 137. 20, Θουκ. 5. 61., 6. 77· μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (ὥσπερ ἐξ ὁριστ. -απολλύω), Πλάτ. Φαίδων 91D· προαπόλωλεν ἐφ’ ἃ ἐπλέομεν Δημ. 50. 24· ― μετὰ γεν., τῶν ἄλλων προαπολοῦνται Λυσ. 193. 3.
Greek Monotonic
προαπόλλῠμαι: μέλ. -ολοῦμαι, παρακ. -όλωλα — Παθ., καταστρέφομαι πρώτος, χάνομαι εκ των προτέρων ή πρώτος, σε Θουκ.· μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (όπως αν προερχόταν από -απολλύω), σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -ολοῦμαι perf. -όλωλα
Pass.:— to be first destroyed, to perish before or first, Thuc.; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (as if from -απολλύὠ Plat.
Lexicon Thucydideum
prius perire, to perish first, 5.61.5, 6.77.2.