παρακαταπήγνυμι

Revision as of 14:47, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr. HP 8.3.2.

German (Pape)

[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταπήγνῡμι in de grond slaan naast.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταπήγνῡμι: вколачивать рядом или вдоль (σταυρούς Thuc.).

Greek Monolingual

Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταπήγνυμι: μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω παράλληλα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.

Middle Liddell

fut. -καταπήξω
to drive in alongside, Thuc.

Lexicon Thucydideum

iuxta defigere, to plant close by; 4.90.2, [nonnulli codd. several manuscripts παραπηγνύντες].