ῥαντήρ
English (LSJ)
ῥαντῆρος, ὁ, (ῥαίνω)
A one who wets, especially of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71.
II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).
German (Pape)
[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαντήρ)].