ὀδοντογλυφίς
From LSJ
German (Pape)
[Seite 293] ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντογλυφίς: -ίδος, καὶ ὀδοντόγλυφον, γλυφὶς πρὸς ξέσιν ἢ καθαρισμὸν ὀδόντων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
[Seite 293] ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
ὀδοντογλυφίς: -ίδος, καὶ ὀδοντόγλυφον, γλυφὶς πρὸς ξέσιν ἢ καθαρισμὸν ὀδόντων, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.