раздражительный
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Russian > Greek
ἀκρόχολος, ἀκράχολος, δύσοργος, ἐπίχολος, ὀμφακίας, εὐπαρόρμητος, δύσκολος, χολώδης, βαρύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀργίλος, ἀγανακτητικός
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἀκρόχολος, ἀκράχολος, δύσοργος, ἐπίχολος, ὀμφακίας, εὐπαρόρμητος, δύσκολος, χολώδης, βαρύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀργίλος, ἀγανακτητικός