ἐμμελής

From LSJ
Revision as of 19:29, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμελής Medium diacritics: ἐμμελής Low diacritics: εμμελής Capitals: ΕΜΜΕΛΗΣ
Transliteration A: emmelḗs Transliteration B: emmelēs Transliteration C: emmelis Beta Code: e)mmelh/s

English (LSJ)

ές, (μέλος)

   A in tune, harmonious, opp. πλημμελής, ἐ. φωνή Ti.Locr.101b, Plu.2.1014c, etc.; προσόδιον SIG662.9 (Delos, ii B.C.); ἁρμονιῶν -εστάτη κρᾶσις Plu.Phoc.2; λέξις ἐ. D.H.Comp.25; also of a poet, tuneful, Theoc.Ep.21, cf.Philostr.Im.2.12.    II metaph.,    1 of persons, harmonious, orderly, τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Pl. Criti.106b; ἵνα γένοιντο -έστεροι ib.121b; also -εστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19.    b suitable, fit, proper, κριτής Pl.Lg.876d; πρός τι Plu.Demetr.2 (Sup.).    c witty, ἐ. καὶ χαρίεσσα θεραπαινίς Pl.Tht.174a.    2 of things, in good taste, ἐμμελέστερόν [ἐστι], c. inf., Ar.Ec.807; ἐ. ὁμιλία Arist.EN1128a1.    3 well-proportioned, κτήματα . . ποῖα ἄν τις κεκτημένος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο; Pl.Lg. 776b; reasonable, οὐκ ἐ. Id.Sph.259e: hence, modest, small, opp. μέγιστος, Id.Lg.760a (Sup.); πόλις μεγέθει ἐμμελεστέρα Arist.Pol. 1327b15.    b suitable, λόγος ἐ. ἐπὶ τὴν χρείαν Plu.Luc.1.    III Adv. -λῶς, Aeol. and Ion. -λέως, harmoniously, opp. πλημμελῶς, Pl. Lg.816a; in time, πόδεσσιν ὠρχεῦντ' Sapph.54.    2 elegantly, ἐ. καὶ μουσικῶς Arist.Cael.290b30; in good taste, παίζειν Id.EN1128a9; δαπανῆσαι μεγάλα ἐ. ib.1122a35.    3 suitably, rightly, οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται Simon.5.8; ἐ. πάντων ἔχειν to be suitably provided with... Pl.Prt.321c; ἐ. φέρειν τὰς τύχας Arist.EN1100b21; ἐ. εἰρῆσθαι ib.1170b21, etc.: Comp. -εστέρως, ἔχειν Pl.Phdr.278d; -έστερον Id.R.474a: Sup. -έστατα ib.581b.    4 at a reasonable price, διδάσκειν Id.Ap.20c.

German (Pape)

[Seite 808] ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, κίνησις Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσθαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; πρός τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη πολιτεία, wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινίς Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισθέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ σωφρονικός Plut. Lyc. 11; von Sachen, οὐσία, bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα ἱερά sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς ; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρθῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.