προαγορεύω
English (LSJ)
aor.
A -ηγόρευσα Hdt.1.74, 125: pf. -ηγόρευκα D.11.20 (v.l. -ευσε; but in Att. fut. is προερῶ, aor. προεῖπον, pf. προείρηκα):— Pass., fut. (in med. form) X.Eq.Mag.2.7 : pf. -ηγόρευμαι Id.Mem.1.2.[35]:—tell beforehand, τι Th.1.68: c. inf., declare beforehand that . ., Hdt.1.74,91; π. ὅτι . . Th.2.13, X.Cyr.3.1.3; ὡς .. ib.7.5.34; advise beforehand, πολλοῖς π. τὰ μὲν ποιεῖν τὰ δὲ μὴ ποιεῖν Id.Mem.1.1.4, cf. Pl.Lg.907d. 2 foretell, prophesy, τὸ μέλλον X.Smp.4.5. II declare or proclaim publicly, τι Hdt.7.10.δ', 8.83; τινί τι Id.1.153; ἰσονομίην ὑμῖν π. Id.3.142; πόλεμον (with or without τινι) Th.1.131, D.11.20, etc.: c. inf., Pl.Cri.51d: esp. of a herald or public officer, Hdt.3.61,62; also, have a thing proclaimed by herald, ὑπὸ κήρυκος π. Id.9.98 (though ἀναγορεύειν was properly the word for heralds, προαγορεύειν for magistrates, X.An.2.2.20). 2 order publicly, ταῦτα Hdt.1.22: c. inf., ib.21; π. ὑμῖν παρεῖναι ib.125, cf. 6.37; π. τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν .. forbid them to... Pl.R.426b, etc.; ὁ ἱερεὺς π. καὶ ἀπαγορεύει . . μὴ κόπτειν IG22.1362.2: without a dat., τοὺς Ἕλληνας π. αὐτονόμους ἀφιέναι Th.1.140, cf. X.HG7.4.38:—Pass., γυμνάζεσθαι προαγορεύεται . . ἅπασι Id.Lac.12.5, etc.; τὰ προηγορευμένα Id.Mem.1.2.[35]. b give public notice to persons accused of murder that they are excommunicated, π. εἴργεσθαι τῶν νομίμων Antipho 6.34, Arist.Ath.57.2, cf. Antipho 5.10, Isoc.4.157, D.47.69 : abs., Antipho 6.48; τὴν πρόρρησιν π. Pl.Lg.871c. c serve notice on persons to appear for trial, π. εἰς τρίτην ἀγορὰν παρεῖναι Plu.Cor.18. III forestall an anticipated argument, Arist.SE174b30.
German (Pape)
[Seite 704] 1) vorhersagen, weissagen; Xen. Conv. 4, 5; eine Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Thuc. 1, 68. – 2) gew. öffentlich bekanntmachen, befehlen, verkündigen; τινί τι; ἰσονομίην ὑμῖν, Her. 3, 142, vgl. 7, 10, 4. 8, 83; bes. vom Herolde, ausrufen, 3, 61. 62; durch den Herold verkündigen lassen, 1, 22; ὑπὸ κήρυκος, 9, 98; προηγόρευε τοῖς Ἀθηναίοις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Thuc. 2, 13; πόλεμον, Krieg ankündigen, 1, 131 u. A.; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, verbieten, Plat. Rep. IV, 426 c; auch φόνον, Legg. IX, 878 b; ἀνειπεῖν ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ὅτι προαγορεύουσιν οἱ ἄρχοντες, Xen. An. 2, 2, 20; εἰ δέ τινα φεύγοντα λήψοιτο, προηγόρευσεν, ὅτι ὡς πολεμίῳ χρήσοιτο, Cyr. 3, 1, 3; ἄλλο τι ποιῶ ἢ τὰ προηγορευμένα, Mem. 1, 2, 35; Folgde. – Bes. wurde es in Athen von dem Verbote gebraucht, welches den eines Mordes Angeklagten vom Allerheiligsten ausschließt, παρεσκευάζοντο αἰτιᾶσθαι καὶ προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων, Antiph. 6, 34, vgl. 5, 10 u. Dem. 47, 69. – Προαγορεύσεται steht passivisch Xen. Mag. equ. 2, 7.