κισσόω
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
Att. κιττ-,
A wreathe with ivy, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν E.Ba. 205; κεκισσωμένος Alciphr.2.3.
German (Pape)
[Seite 1443] mit Epheu umwinden, bekränzen, κρᾶτα κισσώσας ἐμόν Eur. Bacch. 205. – Adj. verb. κισσωτός, νεβρίς Agath. (VI, 172).