φυή
English (LSJ)
Dor. φῠά, ἡ, (φύω)
A growth, stature, esp. fine growth, noble stature, in Hom., always (as in Hes.) of the human form, and only in acc., θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητόν Il.22.370; φυὴν ἐδάην καὶ μήδεα 3.208; most freq. in adv. sense, Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ἐῴκει in shape and in stature and in size (or growth), 2.58, cf. Od.6.152; οὔ ἑθέν ἐστι χερείων, οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας Il.1.115, cf. Od.5.212, 7.210; φυήν γε μὲν οὐ κακός ἐστι 8.134; χρυσέῳ [γένει] οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα Hes.Op.129, cf. Sc.88, B.5.168; later, in gen., οὔτε φυῆς ἐπιδευέες οὔτε νόοιο Theoc.22.160; rare in Trag., τὴν τάλαιναν εὔμορφον φ. A.Niob. in PSI11.1208.8; φυὰν Γοργόνος ἴσχειν E.El.461 (lyr.). 2 after Hom., of animals, plants, or objects, ἐμβάλλων ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον Pi.P.4.235; κάνθαρος . . Αἰτναῖος φυήν S.Ichn.300; also τερπόμεναι ῥοδέῃ φ. of roses, Mosch.2.36; of beans, Luc.Vit.Auct. 6; of things, ἀνέβη ἡ φ. τοῖς τείχεσιν their original form was restored, LXXNe.4.7(1); ἐὰν κατὰ φυὰν διαφθαρῇ τις τῶν λίθων IG7.3073.40 (Lebad., ii B. C.). II poet. for φύσις, nature, genius, σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ Pi.O.2.86; μάρνασθαι φυᾷ Id.N.1.25, cf. I.7(6).22; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει Id.P.8.44; τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν Id.O. 9.100; δεινὸς φυήν Cratin.221. III the flower or prime of age, εὐάνθεμος φυά Pi.O.1.67. IV substance, ἀναίμων ἐστὶ φυὴ μελέων Opp.H.1.639; νεφροὶ τὴν φ. ἀδενώδεες Aret.SD2.3. V μερόπων φυή the race of men, APl.4.183.7. VI produce of a year, harvest, φ. τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους BGU708.4 (ii A. D.), cf. Pland.26.12 (i A. D.), etc.—Poet. and later Prose.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, Wuchs, Leibesgestalt, äußeres Ansehen, bes. schöner Wuchs, Wohlgestalt; Hom. u. Hes., nur von der Menschengestalt und immer im accus., z. B. οὔ ἑθέν ἐστι χερείων, οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας, οὔτε τι ἔργα Il. 1, 115, vgl. Od. 5, 212; Νέστορι δίῳ εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ἐῴκει Il. 2, 58; οὔτε φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας Od. 8, 186, u. öfter in ähnlichen Vrbdgn; sp. D., φυὴν οὐκ εἶχε γυναικός Mosch. 2, 45, ἀναίμων φυὴ μελέων Opp. Hal. 1, 639. – Uebh. Schönheit, οὔτε φυῆς ἐπιδεύεται, οὔτε νόοιο Theocr. 22, 160; auch die ganze natürliche Anlage od. Beschaffenheit, auch geistige Anlagen, Pind. Ol. 2, 44, bei dem es auch das reife, männliche Alter bedeutet, 1, 67. – Stamm, Geschlecht, φυὴ μερόπων Ep. ad. 250 (Plan. 183).