δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
[Seite 758] (s. πίνω), noch dazu austrinken, adj. verb., προσεκποτέον ἐστὶ τὸ δυσχερές, Pl ut. adv. Col. 8.