προσαποβάλλω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A throw away or lose besides, αὐτὰ πρὸς ταῖς δώδεκα f.l. for προσαπολεῖς in Ar.Nu.1256; τὰ προϋπάρχοντα χρήματα καὶ τὸ πνεῦμα Plb.33.5.4; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι Plu.Nic.5; τὰ ὄντα X.Mem.3.6.7.
German (Pape)
[Seite 751] (s. βάλλω), noch dazu wegwerfen oder verlieren; Ar. Nubb. 1237; Xen. Mem. 3, 6, 7; τοὺς φίλους τοῖς χρήμασι, Plut. Nic. 5.