κίνδυνος

Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

ὁ, heterocl. dat. κίνδῡνι (as if from κίνδυν) Alc.138, cf. Sapph.161:—

   A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete, πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585, cf. 637; ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9; κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35; τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ῥῖψαι E.Rh.154; κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th.1033; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl.504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.; ἐγχειρίσασθαι Id.5.108, etc.; ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1; μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42; κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7; ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39; πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27; ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15; ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99; κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th.1053; τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163; τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220; οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7; ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl.348; κ. [ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra.436b, etc.; πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5; κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9; κ. ἀνθρώπινοι... θεῖοι And. 1.139; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol.1286a14; ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4 (i A.D.); καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10 (ii/iii A.D.).    2 trial, venture, κ. ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu.955.    3 battle, Plb.1.87.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1439] ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαθύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit κιδ zusammenzuhangen.