κατακρήμναμαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.