ὄξος
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
εος, τό
A, (ὀξύς) poor wine, 'vin ordinaire', Ar.Ach.35 ; κοτύλας τέτταρας ὄξους Δεκελικοῦ Alex.285, cf. X.An.2.3.14, POxy.1275.20 (iii A. D.) ; cf. ὀξίνης 1. 2 vinegar made therefrom, IG12.334.4, A.Ag.322, Hp.Acut.61, Gal.11.413, etc.; ὑπώμνυτο ὁ μὲν οἶνος ὄ. αὑτὸν εἶναι γνήσιον, τὸ δ' ὄ. οἶνον αὑτό Eub.65; σφόδρ' ἐστὶν . . ὁ βίος οἴνῳ προσφερής· ὅταν ᾖ τὸ λοιπὸν μικρόν, ὄ. γίγνεται Antiph.240 ; ἐς τὰς ῥῖνας ὄ. ἐγχέων, as a mode of torture, Ar.Ra.620. 3 metaph., of a sour fellow, χὡνὴρ ὄ. ἅπαν Theoc.15.148.
German (Pape)
[Seite 351] τό, der Weinessig, von seiner Schärfe benannt; Aesch. Ag. 313; nach Ath. II c. 67 τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων ἦδος καλοῦσι; Ar. Ach. 35; Σφήττιον, Plut. 720, öfter, wie Folgde. Bei Xen. An. 2, 3, 14 kommt auch ὄξος ἑψητὸν ἀπ ὸ τῶν φοινίκων vor, saurer Palmwein; vgl. Ath. XIV, 651 e, aus Pol.